- γαλακτόρρυτος
- γαλακτόρρυτος, -ον (Α)αυτός από τον οποίο ρέει γάλα («γαλακτόρρυτοι κρῆναι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -ρρυτος < ρυτός < ρέω (πρβλ. αιμόρρυτος, μελίρρυτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek